περατώνω — περατῶ, όω, ΝΜΑ [πέρας, ατος] φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο αρχ. 1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω 2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι α) περιορίζομαι β) είμαι πεπερασμένος γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω … Dictionary of Greek
απέρατος — (I) ἀπέρατος, ον [περώ] αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς, αδιάβατος. (II) ἀπέρατος, ον (Α) [περατώ] ατελείωτος, απέραντος … Dictionary of Greek
περάτωση — η / περάτωσις, ΝΑ [περατώ] αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου αρχ. κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.) … Dictionary of Greek
περατιώ — όω, Α περατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περατῶ κατά τα ρ. σε ιῶ (πρβλ. ανιῶ)] … Dictionary of Greek
περατωτικός — ή, όν, Α [περατώ] ο περιοριστικός … Dictionary of Greek
περατωτός — ή, όν, Μ [περατώ] αυτός που μπορεί να περιοριστεί … Dictionary of Greek
συμπερατώ — όω, ΜΑ συμπεραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περατῶ (< πέρας, ατος)] … Dictionary of Greek
υποπεράτωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ βαθμιαία περάτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περάτωσις «ολοκλήρωση, αποπεράτωση» (< περατῶ)] … Dictionary of Greek